- Αξιώτης
- ο(αντί Ναξιώτης), ο από το νησί Νάξο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αξιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από την Εύβοια και υπήρξε αντιπρόσωπος της πατρίδας του στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Με τον Ανδρέα Καλαμογδάρτη αντιπροσώπευσε τον Άρειο Πάγο κατά την παράδοση της Ακρόπολης της Αθήνας… … Dictionary of Greek
Αξιώτης, Γεώργιος — (Μαριοπόλ, Ρωσία 1875 – Αθήνα 1924). Μουσικοσυνθέτης. Ήταν γιος του εμπόρου και λογογράφου Παναγιώτη Αξιώτη (βλ. λ.), που ζούσε στη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα το 1887 και το 1895 περίπου αναχώρησε για τη Νάπολη της Ιταλίας όπου … Dictionary of Greek
Αξιώτης, Παναγιώτης — (1840 – 1918).Πεζογράφος, δραματουργός και μεταφραστής. Έπειτα από τις γυμνασιακές σπουδές του, εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και έγινε έμπορος σιτηρών. Συνδέθηκε εκεί με Ρώσους διανοούμενους και συγγραφείς και μετέφρασε πολλά έργα τους στα ελληνικά.… … Dictionary of Greek
Ναξιώτης — και Αξιώτης, ο, θηλ. ισσα ο Νάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νάξος + κατάλ. εθν. ον. ιώτης (πρβλ. Ιμβρ ιώτης, Πορ ιώτης). Ο τ. Αξιώτης με αφαίρεση τού αρκτικού Ν (πρβλ. νάρθηκας: άρθηκας)] … Dictionary of Greek
Lesbos — Gemeinde Lesbos Δήμος Λέσβου … Deutsch Wikipedia
αξιώτικος — η, ο ο ναξιώτικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εθνικό όν. Αξιώτης < Αξιά < Ναξία < Νάξος] … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek